τσίτα

τσίτα
(I)
η, Ν·βλ. τσήτα(I).
————————
(II)
Ν
επίρρ. βλ. τσήτα (II).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τσίτα — επίρρ. τροπ. 1. τεντωτά, τσιτωτά, τεζαριστά: Κράτα το σεντόνι τσίτα. 2. στριμωχτά: Στρώσε το χαλί τσίτα στον τοίχο. 3. τσίτα τσίτα μόλις και μετά βίας, ζόρικα, δύσκολα: Ο μισθός είναι μικρός και ζούμε τσίτα τσίτα. η 1. κομμάτι ξύλου που κρατά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσήτα — (I) και τσίτα, η, Ν 1. ξύλινος πήχυς 2. κομμάτι ξύλου με το οποίο κρατείται κάτι τεντωμένο 3. ξύλινο, διχαλωτό υποστήριγμα τών σταφυλοφόρων κλαδιών αμπελιού 4. διακοσμητική ταινία που ράβεται στον ποδόγυρο, αλλ. φάσα 5. καρφοβελόνα 6. κόσκινο.… …   Dictionary of Greek

  • Υπερσιβηρικός σιδηρόδρομος — Η μεγαλύτερη σιδηροδρομική αρτηρία του κόσμου (9.337 χλμ.) που συνδέει τη Μόσχα με το Βλαδιβοστόκ, το μεγαλύτερο ρώσικο λιμάνι στον Ειρηνικό, διασχίζοντας τη Σιβηρία. Kάνοντας χρήση του ηλεκτρισμού στο μεγαλύτερο τμήμα του, ο Υ. αρθρώνεται αρχικά …   Dictionary of Greek

  • τσίμα — η (λ. ιταλ.) κυρ. στη φρ., τσίμα τσίμα 1. άκρη άκρη, εντελώς στην άκρη: Πατούσε τσίμα τσίμα στην ταράτσα. 2. μτφ., με πολλή δυσκολία, με τα δόντια, τσίτα τσίτα: Παίρνει μικρό μισθό και τα φέρνουν τσίμα τσίμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζητακισμός — ο σύμπτωμα διαταραχής τού λόγου κατά το οποίο παρατηρείται τραυλισμός τού ζ ή και περισσότερων συμφώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήτα + κατάλ. κισμος, (πρβλ. ητα κισμός, ιωτα κισμός και τσιτα κισμός)] …   Dictionary of Greek

  • Γκατζίνι, Αντονέλο — (Antonello Gagini, Παλέρμο 1478 – 1536).Ιταλός γλύπτης και αρχιτέκτονας. Γιος του ομότεχνού του Ντομένικο Γκατζίνι (βλ. λ.), άρχισε τη σταδιοδρομία του ως γλύπτης στη Μεσσήνη αλλά η πλαισίωση των γλυπτών του με μνημειακές επιβλητικές κατασκευές… …   Dictionary of Greek

  • Δαβάκης, Κωνσταντίνος — (Κεχριάνικα Λακωνίας 1897 – Αδριατική 1942). Στρατιωτικός. Διακρίθηκε στη μάχη της Πίνδου κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940. Ο Δ. αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων το 1916 και συμπλήρωσε την κατάρτισή του στην Ανωτάτη Σχολή Πολέμου της… …   Dictionary of Greek

  • Καιλεστίνος — (Celestine).Όνομα πέντε παπών και ενός αντίπαπα της Ρώμης. 1. Κ. A’ (; – 432). Πάπας της Ρώμης (422 432). Καταγόταν από τη Νάπολη και διαδέχθηκε τον Βονιφάτιο A’. Στα χρόνια της παπικής εξουσίας του προσαρτήθηκαν στη Δυτ. Καθολική Εκκλησία οι… …   Dictionary of Greek

  • Περουτζίνο, Πιέτρο Βανούτσι, ο επονομαζόμενος– — (Perugino, Τσιτά ντέ λα Πιέβε, Περούτζια περ. το 1450 – Φοντινιάνο, Περούτζια 1523). Ιταλός ζωγράφος Είναι άγνωστο ποιος ήταν ο δάσκαλός του, αλλά η φωτεινότητα και η διαφάνεια των πινάκων του μαρτυρούν την επίδραση του Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα. Το …   Dictionary of Greek

  • Σιβηρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που πρωτοεπισημάνθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1926. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 15,9 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 12,9 από τον Ήλιο. II (Σιμπίρ ρωσικά). Περιοχή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”